- βουβωνικός
- -ή, -ό (Μ βουβωνικός, -ή, -όν, Α βουβωνιακός, -ή, -όν) [βουβών]αυτός που ανήκει στους βουβώνες ή αναφέρεται σ' αυτούς («βουβωνικὴ χώρα», «βουβωνικὴ κήλη», «βουβωνικὸς πόρος», «βουβωνική πανώλης»)μσν.φρ. «βουβωνικὸν πάθος» — η πανούκλα.
Dictionary of Greek. 2013.